σόφισμα — acquired skill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
σόφισμ' — σόφισμα , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Софизм — (σοφισμα, от σοφιξομαι хитро придумываю) преднамеренно ложный вывод в противоположность паралогизму (см.), непреднамеренно ложному выводу (см. Ошибки). Систематический анализ С. (σιλλογισμοι επιςτικοι) был дан впервые Аристотелем в его… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σοφισμάτων — σόφισμα acquired skill neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσμασι — σόφισμα acquired skill neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσμασιν — σόφισμα acquired skill neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσματα — σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσματι — σόφισμα acquired skill neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσματος — σόφισμα acquired skill neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)